καταβαπτιστήριον

καταβαπτιστήριον
καταβαπτιστήριον, τὸ (Α)
εκκλ. σχισματικό βαπτιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβαπτίζω + κατάλ. -τήριον (πρβλ. αγνισ-τήριον, βασανισ-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”